- νεαρῆς
- νεαρόςyouthfulfem gen sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μουσείο, Αρχαιολογικό Θεσσαλονίκης — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης στεγάζεται από το 1962 σ’ ένα λιτό κτίριο στο κέντρο της πόλης (Μανόλη Ανδρόνικου 6), που χτίστηκε σε σχέδια του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού. Η αρχική έκθεση των ευρημάτων, που ολοκληρώθηκε το 1971,… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Κουρήτες — Μυθολογικοί δαίμονες, οι οποίοι αποτελούσαν την ακολουθία της Ρέας. Κατάγονταν πιθανότατα από την Κρήτη και ήταν θεότητες που προστάτευαν τα ζώα και την αγροτική ζωή. Κατόπιν συνδέθηκαν με τον μύθο που σχετίζεται με τη γέννηση και την ανατροφή… … Dictionary of Greek
Περσεφόνη — Χθόνια θεότητα των αρχαίων Ελλήνων. Είναι βασίλισσα του Κάτω κόσμου, πλάι στον σύζυγό της Άδη, και παράλληλα αγροτική θεότητα, κόρη της Δήμητρας, αναφερόμενη με την ιδιότητα αυτή ως Κόρη· μαζί με τη μητέρα της αποτελεί αδιαίρετη δυάδα. Ως… … Dictionary of Greek
άκανθα — Το αγκάθι, βελονοειδές έκφυμα των φυτών. Με το ίδιο όνομα υπάρχει και θάμνος που αριθμεί τρεις ποικιλίες, ά. η βασιλική, ά. η ινδική και ά. η αραβική καθώς και ένα δέντρο ιθαγενές της Αιγύπτου, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ά. η αιγύπτια. Ά … Dictionary of Greek
αγριογιδόπουλο — το αγριόγιδο νεαρής ηλικίας … Dictionary of Greek
αλάλητος — η, ο (Α ἀλάλητος, ον) αυτός που δεν μπόρεσε να λεχθεί, ανείπωτος, ανήκουστος νεοελλ. 1. αυτός που δεν μιλάει, ο άφωνος 2. αυτός που δεν λάλησε ακόμη 3. (για πτηνά ή ανθρώπους) ο μικρός κατά την ηλικία 4. (για πρόσωπα) ο άπειρος λόγω τής νεαρής… … Dictionary of Greek
αταλός — ἀταλός, ή, όν (Α) Ι. 1. (για νεαρής ηλικίας πρόσωπα ή ζώα) ανάλαφρος, λεπτός, ευαίσθητος 2. νεανικός, ζωηρός 3. τρυφερός, στοργικός 4. υπάκουος, ευπειθής II. επίρρ. ἀταλῶς («ἀταλώτατα παίζει») χορεύει πιο ανάλαφρα στην επιγραφή του Διπύλου).… … Dictionary of Greek
θίασος — Εταιρεία, συνήθως με θρησκευτικό χαρακτήρα, στην αρχαία Αθήνα, που είχε σκοπό τη λατρεία ενός θεού, κυρίως του Διονύσου. Τα μέλη της έπαιρναν μέρος στις θρησκευτικές τελετές με χορούς και τραγούδια. Από την εποχή, όμως, της μεταρρύθμισης του… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek